μη μέ λησμόνει

μη μέ λησμόνει
Κοινή ονομασία του είδους Myosotis scorpioides. Βλ. λ. μυοσωτίδα.
* * *
το
κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους φυτών μυοσωτίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ονομασία προέρχεται από μετφρ. τού γαλλ. ne m'οublie pas (πρβλ. και αγγλ. forget me not)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμνήμων — ἀμνήμων ( ονος), ον (ΑΝ) 1. αυτός που δεν έχει μνήμη, που λησμονεί, επιλήσμων, ξεχασιάρης 2. αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που έχει δεχθεί, αγνώμων, αχάριστος αρχ. 1. αυτός που έπεσε σε λήθη, ο λησμονημένος 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ… …   Dictionary of Greek

  • αγνώμων — ἀγνώμων, ον (Α) νεοελλ. αυτός που δεν αναγνωρίζει την ευεργεσία που τού έγινε, ο αχάριστος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει κρίση ή λογική, ανόητος, αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 2. ισχυρογνώμων 3. αναίσθητος, σκληρόκαρδος 4. αυτός που λησμονεί ή …   Dictionary of Greek

  • αμνημόνευτος — η, ο (Α ἀμνημόνευτος, ον) 1. αυτός που δεν μνημονεύεται ή δεν μνημονεύθηκε, για τον οποίο δεν έγινε λόγος, ο μη αναφερόμενος 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν θυμηθεί νεοελλ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν τελέστηκε μνημόσυνο ή τού οποίου δεν… …   Dictionary of Greek

  • επιληστικός — ἐπιληστικός, ή, όν (Μ) αυτός που λησμονεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληστικός (< λήστις «λησμονιά» < *λαθ τις, τ. που εμφανίζει το αορ. θ. λαθ τού ρ. λανθάνω. Πρβλ. αόρ. β’ έ λαθ ον)] …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • λήθαιος — λήθαιος, αία, ον και ληθαῑος, αία, ον (Α) [λήθη] 1. αυτός που επιφέρει λήθη ή αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λήθη («λήθαιον σκότος», Λυκόφρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που λησμονεί, ο επιλήσμων 3. αυτός που προέρχεται από τη Λήθη, περιοχή τού κάτω… …   Dictionary of Greek

  • λήθαργος — Βαθύτατος και συνεχής ύπνος· μεταφορικά, η πλήρης αδράνεια. (Βοτ.) Στάδιο μειωμένης φυσιολογικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται από ορισμένα σπόρια, σπέρματα ή οφθαλμούς φυτών. Πρόκειται για μία κατάσταση παρεμπόδισης της ανάπτυξης από έναν… …   Dictionary of Greek

  • λήθη — Ονομασία, στην αρχαιοελληνική μυθολογία, ενός από τους ποταμούς του Άδη. Από εκεί έπιναν νερό οι ψυχές των νεκρών για να ξεχάσουν την προηγούμενη ζωή τους. Ο Αριστοφάνης ονομάζει έτσι και μια πεδιάδα του Άδη, ενώ την ίδια ονομασία έφερε και μια… …   Dictionary of Greek

  • λαθήβας — λαθήβας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που λησμονεί τη νεότητα, ο γέροντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ τού λανθάνω (πρβλ. παθ. αόρ. ἔ λαθ ον) + ἥβη] …   Dictionary of Greek

  • λαθίποινος — λαθίποινος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που λησμονεί την εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + ποινος (< ποινή), πρβλ. αντί ποινος, αξιό ποινος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”